- καρπόκαψα
- (Carpocapsa). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των τορτρικιδών, που περιλαμβάνει χρυσαλλίδες μήκους περίπου 1 εκ. Τα φτερά τους είναι καφέ, διακοσμημένα με πιο σκούρες γραμμές και έχουν άνοιγμα 2 εκ. Γεννούν τα αβγά τους στους νεαρούς καρπούς, ενώ οι κάμπιες μόλις εκκολαφθούν ανοίγουν τρύπα μέσα σε αυτούς και εισχωρούν στη σάρκα τους, την οποία κατατρώγουν καθώς αυξάνονται. Τελικά βγαίνουν από τους καρπούς, για να μεταμορφωθούν σε χρυσαλλίδες έξω από αυτούς. Για τον λόγο αυτό τα είδη του γένους είναι εξαιρετικά βλαβερά για τη γεωργία. Κυριότερα από τα είδη που απαντούν στην Ευρώπη είναι η κ. η πομονέλακ. των μήλων, που προσβάλλει τα μήλα, τα αχλάδια, τα δαμάσκηνα, τα κυδώνια, τα καρύδια και τα αμύγδαλα, και η κ. η σπλεντάνα, που προσβάλλει τα κάστανα και άλλους καρπούς. Η καταπολέμηση της κ. γίνεται με ψεκασμούς με φάρμακα που περιέχουν αρσενικό, με φυσικά μέσα (παγίδες) και με καλλιεργητικές μεθόδους.
Καρπόκαψα: ενήλικο άτομο.
Καρπόκαψα: νύμφη.
Dictionary of Greek. 2013.